- ἀφυώδης
- ἀφῠώδης, ες,A whitish, like an
ἀφύη, χρῶμα Hp.Mul.2.110
,116.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀφύη, χρῶμα Hp.Mul.2.110
,116.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αφυώδης — ἀφυώδης, ες (Α) [αφύη] αυτός που μοιάζει με την αφύη, που έχει το ίδιο (λευκό) χρώμα … Dictionary of Greek
ἀφυῶδες — ἀφυώδης whitish masc/fem voc sg ἀφυώδης whitish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφύω — ἀφύω (Α) γίνομαι λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αφυώδης, με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek